- παράγγελμα
- το, ΝΜΑ [παραγγέλλω]2. πρόσταγμα, διαταγή (α. «στρατιωτικό παράγγελμα» β. «τῶν τριηράρχων ἐχόντων παράγγελμα μὴ χωρίζεσθαι», Δημοσθ.)2. επιταγή, εντολή, παραίνεση, συμβουλή, («ηθικό παράγγελμα»)νεοελλ.(νομ.) (στο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο) διάταξη σχετική με την προστασία τής νομήςαρχ.1. μήνυμα, άγγελμα μεταβιβαζόμενο με διαφόρους τρόπους, όπως λ.χ. με πυρσούς («φλογὸς παραγγέλμασιν νέοις πυρωθέντα καρδίαν», Αισχύλ.)2. προσταγή για κινητοποίηση3. κινητοποίηση4. διάταγμα Ρωμαίου ή Βυζαντινού αυτοκράτορα, έδικτο5. κανόνας («τὰ παραγγέλματα ὡς δεῑ ζῆν», Ζήν.)6. φρ. α) «ἐκ παραγγέλματος» — κατόπιν διαταγήςβ) «δίδωμι τὰ παραγγέλματα» — εκδίδω τις διαταγέςγ) «ἄρχων τοῡ παραγγέλματος» — αξιωματούχος που είχε το δικαίωμα έκδοσης διαταγών.
Dictionary of Greek. 2013.